- προσεπίκειμαι
- Απιέζω επί πλέον με παράκληση ή αξίωση, επιμένω επιπροσθέτως στην απαίτησή μου.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἐπίκειμαι «πιέζω, παρακινώ, προτρέπω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσεπικειμένην — προσεπίκειμαι to be urgent perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) προσεπίκειμαι to be urgent pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεπικείμεναι — προσεπίκειμαι to be urgent perf part mp fem nom/voc pl προσεπίκειμαι to be urgent pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεπικείμενος — προσεπίκειμαι to be urgent perf part mp masc nom sg προσεπίκειμαι to be urgent pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεπικείσθω — προσεπίκειμαι to be urgent pres imperat mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεπίκειται — προσεπίκειμαι to be urgent pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί … Dictionary of Greek